στυπτηρίζουσα

στυπτηρίζουσα
Α
υγρό διάλυμα για πλύση τής στυπτηρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. ενός αμάρτυρου ρ. *στυπτηρίζω (< στυπτηρία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”